ἀπέκδυσις

ἀπέκδυσις
совлечение, снятие.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ἀπέκδυσις" в других словарях:

  • ἀπεκδύσει — ἀπέκδυσις putting off fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπεκδύσεϊ , ἀπέκδυσις putting off fem dat sg (epic) ἀπέκδυσις putting off fem dat sg (attic ionic) ἀπεκδύ̱σει , ἀπεκδύνω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέκδυσιν — ἀπέκδυσις putting off fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απέκδυση — η (AM ἀπέκδυσις) το να απαλλαγεί κάποιος από κάτι, όπως όταν βγάζει τα ρούχα του …   Dictionary of Greek

  • ἀπεκδύσεως — ἀπεκδύσεω̆ς , ἀπέκδυσις putting off fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»